- κουβερνάντα
- dadı, bakıcı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κουβερνάντα — κουβερνάντα, η και γκουβερνάντα, η η νταντά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουβερνάντα — η βλ. γκουβερνάντα … Dictionary of Greek
γκουβερνάντα — και κουβερνάντα, η ιδιωτική παιδαγωγός που αναλαμβάνει την ανατροφή μικρών παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gouvernante, θηλ. τού gouvernant < gouverner < λατ. guvernare «κυβερνώ, διοικώ»] … Dictionary of Greek